- κλέπτομαι
- κλέπτωcleperepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκλέπτομαι — Α απατώμαι από κάποιον προηγουμένως («τῶν λάθρᾳ τι βουλομένων δρᾱν ὁ θυμὸς προκλέπτεται», Σχόλ. Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κλέπτομαι «εξαπατώμαι, παραπλανιέμαι»] … Dictionary of Greek